- ἐπιβιβρώσκω
- ἐπιβιβρώσκω,A eat with a thing, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως ([tense] aor. 2) Call.Jov.49; ἐπιβεβρωμένος eaten off at the top, Gal.14.74; -βρωθέντα eaten afterwards, Dsc.Eup.2.140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιβιβρώσκω — ἐπιβιβρώσκω (Α) κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιβρώσκω «τρώγω»] … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek